- μαγιορδόμος
- ο (Μ μαγιορδόμος και μαϊορδόμος)(κατά τον μεσαίωνα)1. επιμελητής βασιλικού οίκου ή τού οίκου ενός ευγενούς ή πλουσίου2. (στην Αραγωνία και στην Καστίλη) αρχηγός τού δικαστικού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiordomo < λατ. major domus].
Dictionary of Greek. 2013.